- οροφύλαξ
- (I)ὁροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)βλ. οροφύλακας.————————(II)ὀροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁροφύλακας — ὁροφύλαξ curator of boundary stones masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
οροφυλακικός — ὁροφυλακικός, η, όν (Α) [οροφύλαξ (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρούρηση τών συνόρων … Dictionary of Greek
οροφυλακώ — ὁροφυλακῶ, έω (Α) [οροφύλαξ (Ι)] είμαι φύλακας τών συνόρων … Dictionary of Greek
οροφύλακας — ο (Α ὁροφύλαξ, ιων. τ. οὐροφύλαξ) νεοελλ. στρατιώτης τής οροφυλακής ή υπάλληλος που ανήκε στην υπηρεσία φρούρησης τών συνόρων αρχ. 1. ο έφορος τών οροσήμων 2. ο φύλακας τών συνόρων 3. αυτός που διατηρεί, που διαφυλάσει τα όρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρος … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek